θυμβρεπίδειπνος

θυμβρεπίδειπνος
θυμβρεπίδειπνος
supping on bitter herbs
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυμβρεπίδειπνος — θυμβρεπίδειπνος, ον (Α) αυτός που δειπνά με πικρά χόρτα, αυτός που ζει πενιχρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + επί δειπνος (< επί + δείπνον)] …   Dictionary of Greek

  • θυμβρεπίδειπνον — θυμβρεπίδειπνος supping on bitter herbs masc/fem acc sg θυμβρεπίδειπνος supping on bitter herbs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμβρεπιδείπνου — θυμβρεπίδειπνος supping on bitter herbs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”